- ἐπιλεύσσω
- ἐπι-λεύσσω: see ahead, Il. 3.12†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιλεύσσω — ἐπιλεύσσω (Α) κοιτάζω μακριά («τόσσον τίς τ’ ἐπιλεύσσει, ὅσον τ’ ἐπί λᾱαν ἵησιν» βλέπει τόσο μακριά, όσο πετάει την πέτρα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεύσσω «βλέπω, κοιτάζω»] … Dictionary of Greek
ἐπιλεύσσει — ἐπιλεύσσω look towards pres ind mp 2nd sg ἐπιλεύσσω look towards pres ind act 3rd sg ἐπιλεύσσω look towards pres ind mp 2nd sg ἐπιλεύσσω look towards pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)